drapejar - ορισμός. Τι είναι το drapejar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι drapejar - ορισμός


drapejar      
(ital drappeggiare) vint
1 Agitar-se, ondular, oscilar ao vento
vtd
2 Dispor de certo jeito as dobras de (pano, vestimenta etc.).
drapejar      
v. (-1924 cf. CT)
1 t.d.
-decor vest dispor (um tecido) de modo que forme dobras ou ondulações; drapear
2 t.d. -art.plást dispor harmoniosamente (as dobras dos panejamentos nas figuras da pintura ou da estatuária), a fim de obter efeitos plásticos; drapear
3 int. movimentar-se com ondulações (bandeira, pano de vela), quando batido pelo vento
-gram
a) a respeito da conj. deste verbo, ver -ejar
b) voc. consid. gal. pelos puristas, que sugeriram em seu lugar: trapear , trapejar , tremular , agitar - se , ondular
-etim it. drappeggiare (sXIV-XV) 'dispor um tecido de modo que forme dobras, pregas'; der. de drappo (1293-1294), 'tecido de lã', do lat.tar. drappus , prov. de orig. céltica; cp. trapear e trapo